- καταλυτικό αντίσωμα
- Αντίσωμα, το οποίο μπορεί να πραγματοποιήσει χρήσιμες χημικές αντιδράσεις. Τα κ.α. παράγονται με ανοσοποίηση, με τη χρήση αντιγονικών μορίων, τα οποία έχουν σχεδιαστεί να μοιάζουν με το ενδιάμεσο στάδιο της επιθυμητής αντίδρασης (στάδιο δέσμευσης ενζύμου-υποστρώματος) και συνδυάζουν εξειδίκευση και καταλυτική ενεργότητα. Η εμπορική αξιοποίηση των κ.α. βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο, ωστόσο είναι πολύ πιθανό τα κ.α. να φανούν χρήσιμα στη σύνθεση πολύπλοκων σημαντικών μορίων, όπως είναι διάφορα φαρμακευτικά προϊόντα με θεραπευτικές εφαρμογές.
Dictionary of Greek. 2013.